- ὀσφῦς
- ὀσφύςfem acc plὀσφύςfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οσφύς — (ΑΜ ὀσφύς, ύος, Α και ὀσφῡς) 1. η οπίσθια χώρα τών κοιλιακών τοιχωμάτων δεξιά και αριστερά τής σπονδυλικής στήλης κάτω από το σύστοιχο ημιθωράκιο και πάνω από τη λαγόνια ακρολοφία, η μέση («τῶν δ ὄπισθεν διάζωμα μὲν ή ὀσφύς ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔχει» … Dictionary of Greek
ὀσφύς — ὀσφύ̱ς , ὀσφύς fem nom sg ὀσφύ̱ς , ὀσφύς fem acc pl ὀσφύς fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφῦν — ὀσφύς fem acc sg ὀσφύς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφύας — ὀσφύς fem acc pl ὀσφύς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφύες — ὀσφύς fem nom/voc pl ὀσφύς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφύος — ὀσφύς fem gen sg ὀσφύς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφύσι — ὀσφύς fem dat pl ὀσφύς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφύσιν — ὀσφύς fem dat pl ὀσφύς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφύων — ὀσφύς fem gen pl ὀσφύς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφύα — ὀσφύς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)